- στιβαδοκοιτώ
- -έω, Αβρίσκομαι ή κοιμάμαι πάνω σε στιβάδα, σε στρώμα από χόρτα, άχυρα ή φύλλα («μελανείμονες ἄπαντες τὸ πλέον ἐν σάγοις, ἐν οἷσπερ καὶ στιβαδοκοιτοῡσι», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στιβάς, -άδος + -κοιτῶ (< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. ἀνδρο-κοιτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.